καθιστικός

καθιστικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που πολύ λίγο περπατεί ή κινείται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καθιστικός — ή, ό [καθιστός] 1. αυτός που κάθεται συχνά, αυτός που περπατά ελάχιστα («καθιστικός άνθρωπος») 2. αυτός που γίνεται χωρίς πολλές μετακινήσεις, εδραίος («καθιστικό επάγγελμα») 3. το ουδ. ως ουσ. το καθιστικό δωμάτιο στο οποίο συνηθίζει να… …   Dictionary of Greek

  • εδραίος — α, ο (AM ἑδραῑος, α, ον και ἑδραῑος, ον) ακλόνητος, σταθερός, ακίνητος («εδραία πεποίθηση») νεοελλ. αυτός που βρίσκεται κοντά στην έδρα, στον πρωκτό («εδραίο πτερύγιο») αρχ. 1. (για τεχνίτες ή για την εργασία τους) καθιστικός, που δεν απαιτεί… …   Dictionary of Greek

  • καθέδριος — καθέδριος, ον (Α) [καθέδρα] 1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε καθέδρα, σε κάθισμα 2. ο ξαπλωμένος σε κάθισμα 3. καθιστικός, αδρανής («καθέδριος βίος») 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ καθέδριον μικρό κάθισμα …   Dictionary of Greek

  • καθεστικός — ή, ό καθιστικός, αυτός που τού αρέσει να κάθεται και να κινείται ελάχιστα …   Dictionary of Greek

  • οικουροκαθέδριος — οἰκουροκαθέδριος, ον (Μ) φρ. «οικουροκαθέδριος βίος» μονήρης βίος, οικιακός βίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκουρός «αυτός που μένει στο σπίτι» + καθέδριος «καθιστικός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”